- νεβρόγονος
- νεβρόγονος, -ον (Α)αυτός που προέρχεται ή κατασκευάστηκε από νεβρό («μνήμη νεβρόγονος» — το οστό κνήμης νεβρού, Κλεόβουλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + -γονος (< γίγνομαι), πρβλ. θεό-γονος, πηλό-γονος].
Dictionary of Greek. 2013.